άμυαλος

άμυαλος
-η, -ο
αυτός που δεν έχει μυαλό, φρόνηση, άφρων, απερίσκεπτος, ασύνετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + μυαλό ή αρχ. ἀμύαλος < ἀμύελος < - στερ. + μυελὸς «χωρίς μυελόν».
ΠΑΡ. νεοελλ. αμυαλιά, αμυαλοσύνη, αμυάλωτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμύαλος — ἀμύαλος, ον (Α) βλ. αμύελος …   Dictionary of Greek

  • άμυαλος — η, ο ανόητος, απερίσκεπτος: Είναι ακόμη παιδί άμυαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακέφαλος — Αυτός που δεν έχει κεφάλι. Ο άναρχος. Μεταφορικά, ο απερίσκεπτος, ο ανόητος, ο άμυαλος. (Βοτ.) Ονομασία της ωοθήκης που είτε δεν έχει στύλους είτε αυτοί φύονται από τα πλάγια ή τη βάση της (π.χ. βοραγινίδες, χειλανθή). (Ζωολ.) Ονομασία που δόθηκε …   Dictionary of Greek

  • αμυάλωτος — η, ο [άμυαλος] ο άμυαλος …   Dictionary of Greek

  • άνους — ουν (AM ἄνους και ἄνοος, ον) 1. άμυαλος, ανόητος 2. επιπόλαιος, ασύνετος νεοελλ. αυτός που πάσχει από άνοια …   Dictionary of Greek

  • αβαρής — ές και άβαρος, η, ο (Α ἀβαρής, ές) [βάρος] ο χωρίς βάρος ή αυτός που έχει μικρό βάρος, ο ελαφρύς νεοελλ. άμυαλος, ασύνετος αρχ. ο μη φορτικός, ο μη ενοχλητικός …   Dictionary of Greek

  • αδειοκέφαλος — η, ο αυτός που έχει άδειο κεφάλι, άμυαλος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άδειος + κεφάλι] …   Dictionary of Greek

  • αδιάτακτος — και χτος, η, ο (Α ἀδιάτακτος, ον) [διατάσσω] ατακτοποίητος νεοελλ. 1. αυτός που δεν πήρε διαταγή, που δεν τόν διέταξαν 2. ακατάστατος, ανάγωγος 3. αυτός που δεν συνετίσθηκε ή δεν είναι δυνατόν να συνετισθεί, ασύνετος, άμυαλος 4. αυτός που πέθανε… …   Dictionary of Greek

  • αμυαλιά — η [άμυαλος] έλλειψη μυαλού, νου, ανοησία, κουφόνοια, απερισκεψία …   Dictionary of Greek

  • αμυαλοσύνη — η [άμυαλος] η αμυαλιά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”